Μιχάλης Κατζουράκης: URBANSCAPES
Το 1977 κυκλοφόρησε το λεύκωμα Τοίχοι της γερμανίδας φωτογράφου Deidi von Schaewen. Περιλαμβάνει φωτογραφίες τοίχων και μεσοτοιχιών που τράβηξε η ίδια σε διάφορες πόλεις και ιδίως στο Παρίσι όπου έζησε για μεγάλο διάστημα. Το βιβλίο προλογίζει ο αμερικανός γραφίστας Herb Lubalin, ο οποίος σημειώνει ότι οι τοίχοι που απαθανατίζει η Deidi von Schaewen «αναπαριστούν έναν συναρπαστικό τρόπο για διανομή πληροφορίας». Πράγματι, οι επιφάνειες των τοίχων είναι πάντα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εικονογραφημένες, άρα μας παρέχουν πληροφορίες. Ακόμα κι ένας γυμνός τοίχος, με μια πιο προσεκτική ματιά –σύμφωνα και με τη γνωστή παρότρυνση του Leonardo da Vinci–, φέρει πλήθος εικόνων. Κανένας τοίχος λοιπόν δεν είναι αδιάφορος και όλοι είναι μοναδικοί.
Υπάρχουν όμως και τοίχοι πιο ξεχωριστοί από κάποιους άλλους. Επομένως, όταν ένας καλλιτέχνης θέλει να αναδείξει τις ποιότητες ενός ωραίου τοίχου και να τον μετασχηματίσει σε έργο τέχνης, έχει μεγάλη σημασία η ικανότητά του να διακρίνει και να επιλέγει. Παρομοίως, ο Lubalin εξαίρει τη σωστή αντίληψη της φωτογράφου: από τους χιλιάδες τοίχους που μπορεί να δει κανείς, εκείνη επιλέγει μόνο όσους έχουν μια «καλλιτεχνική πειστικότητα» – με άλλα λόγια, όσους έχουν μια καλλιτεχνική αύρα, κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους κάνουν ελκυστικούς.
Ο Μιχάλης Κατζουράκης προχωρά ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με την Deidi von Schaewen. Κι εκείνος φωτογραφίζει τους τοίχους που αξίζει να φωτογραφηθούν, αλλά με απώτερο σκοπό να τους ζωγραφίσει, να επεξεργαστεί τις εικόνες τους ζωγραφικά. Αν για την von Schaewen οι τοίχοι αυτοί είναι ο «εσωτερικός της χάρτης», o Κατζουράκης μετασχηματίζει τα δεδομένα αυτού του χάρτη προσδίδοντάς του «ζωγραφικές συντεταγμένες». Τα «Urbanscapes», η τελευταία του ενότητα, είναι άλλο ένα δείγμα της εξαντλητικής ζωγραφικής διερεύνησης (η οποία όντως είναι ένα είδος χαρτογράφησης των επιφανειών και των υφών τους) που επιχειρεί όλα αυτά τα χρόνια, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική ορολογία, η λέξη «urbanscape» έχει την καταγωγή της στη δεκαετία του ’50 και αναφέρεται στο αστικό τοπίο, στην εμφάνιση ή στο «layout» (πλάνο ή διάταξη) μιας αστικής περιοχής. Με τη σειρά του, ο όρος «layout» υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, τα κατατόπια. Από αυτή τη σημασία προκύπτει αβίαστα ένας συλλογισμός, που νομίζω αποτελεί γενική παραδοχή: Τα «Urbanscapes» του Μιχάλη Κατζουράκη είναι άλλη μια απόδειξη του πόσο καλά γνωρίζει τα κατατόπια της ζωγραφικής.
Δεν θα ήταν λοιπόν άτοπο αν κάποιος χαρακτήριζε τη ζωγραφική του Μιχάλη Κατζουράκη τοπογραφική. Όπως πολλά έργα του στο παρελθόν, έτσι και τα «Urbanscapes» (2016-2108) προκύπτουν από τη φωτογράφιση και τη ζωγραφική επεξεργασία τοίχων και ειδικότερα των μεσοτοιχιών. Οι μεσοτοιχίες έχουν νομίζω κάτι το μελαγχολικό, μια θλίψη – για την ακρίβεια, η όψη τους έχει κάτι πένθιμο. Όταν κατεδαφίζεται μια οικοδομή και αποκαλύπτεται ο εσωτερικός τοίχος που την ενώνει με μια άλλη, είναι σαν δύο άνθρωποι –συνήθως διαφορετικού χαρακτήρα– να χωρίζουν μετά από μια περίοδο συνύπαρξης. Πρόκειται για μια βίαιη πράξη, και επειδή ένας από τους δύο εξαφανίζεται, το συμβάν αυτού του δια-χωρισμού παραπέμπει υποχρεωτικά στον θάνατο. Ένας από τους δύο πεθαίνει –συνήθως ο γηραιότερος και πιο κακοσυντηρημένος– αφήνοντας τον άλλον εκτεθειμένο. Η μεσοτοιχία καθρεφτίζει αυτήν την απώλεια, είναι το αποτέλεσμα ενός οριστικού αποχωρισμού και συγχρόνως το φανέρωμα ενός αθέατου κόσμου. Μαζί με το περίγραμμα του κατεδαφισμένου κτιρίου, έρχονται ξαφνικά στο φως τα ίχνη μιας πρότερης ζωής, ή πολλών ζωών, αν πρόκειται για μια πολυκατοικία. Μελετώντας τις μεσοτοιχίες μπορεί κανείς να εξάγει συμπεράσματα για την αισθητική των ενοίκων, την κοινωνική τους τάξη, την πολιτισμική τους ταυτότητα. Στη ζωγραφική του Κατζουράκη αυτές οι πληροφορίες δεν εμφανίζονται σε πρώτο πλάνο, ωστόσο αποτελούν το «χαρτογραφικό της υπόβαθρο».
Όσο σημαντική είναι η επιλογή των τοίχων, άλλο τόσο εντυπωσιάζει και η εμμονή με την οποία ο Μιχάλης Κατζουράκης προσεγγίζει το θέμα του. Η έννοια της παραλλαγής, απόρροια αυτής της εμμονής, υπάρχει και στα τελευταία έργα του. Η διαφορά ωστόσο με τα «Urbanscapes» είναι ότι ο ζωγράφος αφαιρεί αντί να προσθέτει, και το κάνει αυτό μέσα από μια διαδικασία «σβησίματος» και διαίρεσης. Παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση μιας μεσοτοιχίας που ο καλλιτέχνης φωτογράφισε κοντά στην αμερικανική πρεσβεία (ο τοίχος αυτός αποτελεί και την αφετηρία των «Urbanscapes»), η εικόνα τεμαχίζεται και στη συνέχεια ανασυντίθεται: τα ενωμένα θραύσματα του τοίχου παραπέμπουν στα συναρμολογημένα κομμάτια ενός παζλ. Σε άλλα έργα της σειράς, όπου το βασικό υλικό είναι η γυψοσανίδα, ο Κατζουράκης λαξεύει ζωγραφίζοντας. Η απάλειψη γίνεται εδώ εντονότερη, τα ίχνη της διαδικασίας δηλώνουν εμφατικά την παρουσία τους πάνω στη λεία επιφάνεια της γυψοσανίδας. Το αποτέλεσμα είναι μια ανάγλυφη, διαστρωματωμένη ζωγραφική που προκύπτει μέσα από μια γλυπτική διαδικασία.
Η γλυπτική διάθεση του Μιχάλη Κατζουράκη είναι περισσότερο διακριτή σε ένα έργο που πλαισιώνει τα «Urbanscapes» – πρόκειται για ένα πλούσιο σε συνειρμούς ασαμπλάζ από σπασμένα μπουκάλια ενταγμένα σε ένα διάτρητο ξύλινο βαρέλι. Το Nightmare (2017) φανερώνει την ικανότητα του Κατζουράκη να συνθέτει εικόνες που –αν και διαθέτουν μια σκληρότητα– αποπνέουν οικειότητα. Εντέλει ίσως αυτό να είναι το πιο αξιοσημείωτο γνώρισμα της δουλειάς του: είτε είναι ζωγραφικά είτε γλυπτικά, τα έργα του Μιχάλη Κατζουράκη μάς κάνουν να νιώθουμε «σαν στο σπίτι μας».
Δεν είναι εύκολο να δημιουργήσει κανείς έργα (από πραγματικούς ή με φανταστικούς τοίχους) ικανά να μεταφέρουν την ατμόσφαιρα μιας ωραίας ζωής. Η Deidi von Schaewen επέλεξε να συνοδεύσει τους Τοίχους της με ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε (1910) του Rainer Maria Rilke. Τα λόγια του ποιητή, αναλλοίωτα στον χρόνο, θα μπορούσαν κάλλιστα να υπομνηματίζουν τα «Urbanscapes» (αλλά και όλη τη δουλειά) του Μιχάλη Κατζουράκη:
Σπίτια; Όμως, για να ’μαι ακριβής, ήσαν σπίτια, που δεν υπήρχαν πια. Σπίτια, που τα είχαν κατεδαφίσει από πάνω έως κάτω. Αυτό που υπήρχε ήσαν τα άλλα σπίτια, που στέκονταν στο πλάι, ψηλά γειτονικά σπίτια. Εκινδύνευαν, ως φαίνεται, να γκρεμιστούνε, από τον καιρό που στο πλάι τα ’χανε βγάλει όλα· επειδή μια ολόκληρη σκαλωσιά από μακριά πισσωμένα δοκάρια ήταν χωμένη λοξά ανάμεσα απ’ το έδαφος του κατεδαφισμένου χώρου και του ξεσκεπασμένου τοίχου. Δεν ξέρω αν έχω ήδη ειπεί πώς εννοώ τούτον τον τοίχο. Όμως δεν ήταν σα να λέμε ο πρώτος τοίχος των σπιτιών που υπήρχαν (πράγμα που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει), παρά ο τελευταίος των προηγούμενων. Έβλεπε κανείς στους διάφορους ορόφους τοίχους δωματίων όπου μένανε ακόμα κολλημένες οι ταπετσαρίες, εδώ κι εκεί τη συναρμογή του πατώματος ή του ταβανιού. […] Κι από τούτους τους γαλάζιους, πράσινους και κίτρινους άλλοτε τοίχους, που πλασιώνονταν απ’ τ’ αχνάρια των γκρεμισμένων ενδιάμεσων τοίχων, έβγαινε η ατμόσφαιρα αυτής της ζωής, η επίμονη, βαριά, πνιχτική ατμόσφαιρα, που κανένας άνεμος δεν την είχε ακόμα διασκορπίσει.
Χριστόφορος Μαρίνος