«Δεν χρειαζόμουν πολλά λεφτά. H προτεραιότητα ήταν τσιγάρα, χαρτί, μολύβια, ψωμοτύρι βιβλία και δίσκοι»
H συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τευχος #13 του gr design τον Σεπτέμβριο του 2016
Κείμενο: ΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΙΔΗΣ Επιμέλεια: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
Μπαίνοντας το φθινόπωρο του 2015 στο, ασφυκτικά γεμάτο με «ντιζάιν» θησαυρούς, στούντιο του Στέργιου Δελιαλή, κάπου στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης, εκτός απ’ τον ίδιο, με υποδέχεται και μια κάμερα. Το συνεργείο για ένα νέο ντοκιμαντέρ με θέμα τον Δελιαλή είναι ήδη εκεί και θα καταγράψει όλη τη συνέντευξη που δίνει ο designer και ιδρυτής του Μουσείου Design της Θεσσαλονίκης
Έναν χρόνο αργότερα που τον ξανασυναντώ στο στούντιό του πολλά έχουν συμβεί. Ο Δελιαλής τιμήθηκε στο ICTVC Παγκόσμιο Συνέδριο Τυπογραφίας και Οπτικής Επικοινωνίας και η μεγάλη αναδρομική έκθεση της δουλειάς του «1960–2015 | 55 Χρόνια Graphics, Χώροι, Κατασκευές, κι ένα Μουσείο Design» φιλοξενήθηκε για πάνω από τρεις μήνες στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Επίσης, το ντοκιμαντέρ που γυρίζει ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Καμπούρογλου -ο οποίος εδρεύει στη Νέα Υόρκη και πηγαινοέρχεται ειδικά για τα γυρίσματα- είναι σχεδόν έτοιμο. Το καλοκαίρι μάλιστα προβλήθηκε ένα αρκετά μεγάλο και ενδιαφέρον κομμάτι του, το απόγευμα των εγκαινίων της έκθεσης. Θα παιχτεί τους πρώτους μήνες του 2017, παρουσιάζοντας την ιστορία του Στέργιου, την τωρινή ζωή του, το στήσιμο της αναδρομικής εκθεσής του και τις περιπέτειες του μοναδικού Μουσείου Design που κατόρθωσε να μεγαλουργήσει παρότι άστεγο.
Πώς ξεκίνησαν όμως όλα αυτά; «Να το πιάσω απ’ την αρχή αρχή;» λέει. «Καταρχήν, ως μικρό παιδάκι ζωγράφιζα όπως όλα τα παιδάκια. Μισοαντέγραφα και απ’ τα παιδικά βιβλία, τα βιβλία του σχολείου, τις εφημερίδες, από πίνακες που έβλεπα στο σπίτι και σε άλλα σπίτια. Μία μεγάλη χαρά που πήρα ως παιδί ήταν όταν είχα ζωγραφίσει κάτι, οτιδήποτε, και η μαμά μου το είδε και μου έδωσε χαρούμενη ένα μεγάλο φιλί. Μια άλλη μεγάλη χαρά ήταν όταν στην τάξη, δευτέρα δημοτικού ίσως, είχα γράψει κάτι στον πίνακα, π.χ. “Μαρία, σ’ αγαπώ”, και η δασκάλα μού έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Κι εγώ χάρηκα γιατί κατάλαβα πως αναγνώρισε τον γραφικό μου χαρακτήρα». Από τότε δεν σταμάτησε να σχεδιάζει.
Κανένα πλάνο δεν είχε για τα επαγγελματικά του. Διάβαζε και σκίτσαρε. Ήταν καλός στο να κάνει χάρτες, και έτσι, μαθητής, έβγαλε το πρώτο του χαρτζιλίκι. Ένας γνωστός του πατέρα του ήταν τυπογράφος και πήγαινε και χάζευε για να δει πώς γίνεται η δουλειά, ενώ μετά άρχισε να ζωγραφίζει τα φόντα για έναν κύριο που έκανε γιγαντοαφίσες για τις ταινίες του κινηματογράφου. Σύντομα ξεκίνησε να μαθαίνει γραμμικό σχέδιο κοντά σε άλλο οικογενειακό φίλο.
Ήταν 15 ετών όταν έφυγε απ’ το σπίτι και παράτησε το σχολείο. «Δεν ήταν μόνο ότι κέρδιζα κάποια χρήματα… Ήμουν λιτός και ένιωθα ότι η υπόλοιπη ζωή -εκτός σχολείου- ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Διάβαζα μετά μανίας, από εγκυκλοπαίδειες μέχρι κόμικς και από κλασική λογοτεχνία μέχρι ρομάντζα, και αισθανόμουν ότι λάμβανα τις γενικές γνώσεις που χρειαζόμουν. Εντάξει, επίσης βαριόμουν πολύ το σχολείο. Οπότε το παράτησα… Φεύγοντας απ’ το σπίτι, έφηβος ακόμα, βρήκα έναν μικρό χώρο κοντά στους δικούς μου και τον έκανα υπνοδωμάτιο και στούντιο για να διαβάζω και να σχεδιάζω». (Τον διαβεβαιώνω πως αυτό είναι το όνειρο πολλών 15χρονων παιδιών, να ζουν μόνα τους από δική τους επιλογή, και πως πρέπει να ήταν ασυνήθιστη η περίπτωσή του, ειδικά μια και μιλάμε για πριν από 50 χρόνια.)
Τότε ήταν περίπου που τύπωσε το πρώτο του σκίτσο στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», σχεδίασε σακούλες για δισκάδικο, έστησε βιτρίνες για ρουχάδικα… «Και μετά πήγα στρατό. Όμως ζωγράφιζα όλα τα στρατόπεδα, κι έτσι δεν ένιωσα φαντάρος. Σχεδίαζα τις εκκλησίες, τα ΚΨΜ, τους λοχαγούς, τους ταγματάρχες – και τους άρεσαν τα σχέδιά μου και μου έδιναν άδειες και επέστρεφα συχνά στη Θεσσαλονίκη να κάνω τα δικά μου».
Γνωρίζω ότι μετά τον στρατό μετακόμισε στην Αθήνα, όπου είχε μεγαλώσει, για να δουλέψει. Τον ρωτώ πώς και κατέβηκε εκεί. «Με οτοστόπ» απαντά κυριολεκτώντας. (Με οτοστόπ γύρισε και τη μισή Ελλάδα, ζωγραφίζοντας, ως αντάλλαγμα, τους πλοιάρχους, τους οδηγούς, τους ταξιδιώτες.) Με το που κατέβηκε λοιπόν, το 1966, έμαθε για τη συνεργασία του Μαρινόπουλου με τη γαλλική Prisunic, χτύπησε την πόρτα των Γάλλων, τους έδειξε τη δουλειά του και συμφώνησαν αμέσως. Έφτιαξε δύο μαγαζιά μαζί τους, κι η εμπειρία της δημιουργίας τεράστιων γαλλικών σουπερμάρκετ λειτούργησε σαν μεγάλο σχολείο. Συνεχίζει κάνοντας εκτός των άλλων λογότυπα, αλλά και χειροποίητες διαφημιστικές αφίσες κατά παραγγελία, μεταξύ των οποίων ήταν και μια ασπρόμαυρη για τις εμφανίσεις του Σαββόπουλου στο Ροντέο.
«Τη βλέπει ο κύριος Πατσιφάς», λέει εννοώντας τον ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα, «και έπειτα από μερικούς μήνες κάνω το εξώφυλλο του δεύτερου δίσκου του Σαββόπουλου. Αρχίζω λοιπόν μια συνεργασία με τη Λύρα, αλλά και την Κολούμπια και την Πόλυντορ. Έκανα διάφορα εξώφυλλα, π.χ. θυμάμαι των Poll, που είχε μέσα 16 σελίδες κόμικ, που έκανα με ήρωες τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος – ο δίσκος είχε λευκό εξώφυλλο, αναφορά στο λευκό άλμπουμ των Beatles. Έκανα και τα «Απέραντα Χωράφια» του Τουρνά, δίσκους του Πλέσσα που ηχογραφούσε για την Αμερική, θεατρικά έργα, παιδικούς δίσκους.»
«Απ’ τα ’60 δεν ξεχνώ τον Γιάννη Σβορώνο, απ’ τα ’70
τον άγνωστο Νίκο Περβανίδη, απ’ τα ’90 τον Τόνι Παλαντίνο,
απ’ το 2000 τον Άλαν Φλέτσερ και κάθε μέρα τη ρήση του
πως «το ντιζάιν δεν είναι επάγγελμα, είναι τρόπος ζωής»
Στη συνέχεια πηγαίνει για δύο χρόνια στο Λονδίνο, αναλαμβάνοντας ακομπλεξάριστα ό,τι σχεδιαστική δουλειά του τύχαινε, βλέποντάς τα όλα ως μεγάλη πρόκληση και ευκαιρία για να εξελιχθεί. «Μου άρεσε ο Milton Glaser, ήταν τα χρόνια της ψυχεδέλειας, άλλοτε με επηρέαζε η Art Déco, άλλοτε η Art Nouveau, μου άρεσε ο Πίτερ Μαξ… Δεν χρειαζόμουν πολλά λεφτά. H προτεραιότητα ήταν τσιγάρα, χαρτί και μολύβια, ψωμοτύρι, βιβλία. Και δίσκοι».
Τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Καθώς περνούσε ο καιρός, αντιλαμβανόταν πως τα χρηστικά αντικείμενα της δουλειάς του τον ενδιέφεραν όλο και περισσότερο. «Το μολύβι μου ήταν Caran d’Ache, επέλεγα να μην είναι Φάμπερ, αλλά ήξερα και την ιστορία του Φάμπερ. Η λάμπα μου ήθελα να είναι συγκεκριμένη. Η καρέκλα μου ήθελα να είναι τροχήλατη και να μοιάζει κάπως συγκεκριμένα, μετά άρχισα να κάνω λίστες με καρέκλες, άρχισα να ψάχνω τις νέες τεχνολογίες και τις καινοτομίες στα χρηστικά αντικείμενα, ανακάλυπτα πώς λειτουργούν τα πράγματα. Και έτσι, σιγά σιγά άρχισα να συλλέγω. Και ταξίδευα για να δω τι καινούργιο κυκλοφόρησε, τι νέο χτίστηκε. Πήγα ας πούμε με τη Μαριάνα [τη γυναίκα του] ένα πρωί του 1984 στη Στουτγάρδη για λίγες μόνο ώρες, για να δω τη Νέα Κρατική Γκαλερί που μόλις είχε φτιάξει ο Στέρλινγκ, ο Εγγλέζος αρχιτέκτονας. Και εκεί πρόσεξα πως στη μεγάλη αυλή οι καρέκλες που είχε βάλει για τους επισκέπτες ήταν, να τέτοια», δείχνει μια καρέκλα δίπλα μας, «και θυμάμαι ότι αυτή ήταν η πρώτη μου καρέκλα που πήρα για να τη βλέπω».
Η συλλογή του έγινε σιγά σιγά γνωστή και τον πλησίαζαν φοιτητές για να την αξιοποιήσουν στη διπλωματική τους, ενώ πανεπιστήμια τον καλούσαν για να μιλήσει με αφορμή αυτήν. Αγαπούσε πολύ τα μουσεία design που είχαν ανοίξει σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, και γύρω στο 1990 αποφάσισε ότι θα είχε ενδιαφέρον να κάνει τη συλλογή του προσβάσιμη στο κοινό. Το 1993 μια παιδική του φίλη τού προσέφερε ένα κατάστημα στη Μητροπόλεως κοντά στην Πλατεία Αριστοτέλους. Τον βοήθησαν πολλοί φίλοι και γνωστοί και στα διαδικαστικά. (Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή στο σπίτι είχαμε τις κεραίες μας ανοιχτές για παλιά χρηστικά αντικείμενα που μπορεί να βλέπαμε οπουδήποτε γιατί «ίσως θα αρέσει στον Στέργιο!»).
Γκραν σουξέ. Διεθνής αναγνώριση – το Μουσείο Ντιζάιν της Θεσσαλονίκης ήταν ένα απ’ τα μόλις 14 του κόσμου τότε. Μετακλήσεις, εκθέσεις εντός Ελλάδας αλλά και εκτός -όπως στη Νέα Υόρκη-, για πρώτη φορά ήρθε για το στήσιμο έκθεσης επιμελητής απ’ το MOMA της Νέας Υόρκης, έπειτα από πρόσκληση του Δελιαλή. Θυμάμαι διάφορες εκθέσεις αντικειμένων ή και πόστερ. Σε μία απ’ αυτές, στην κοινή έκθεση των Milton Glaser και Tony Palladino είδα ένα πόστερ του δεύτερου που ακόμα και σήμερα παραμένει απ’ τα πιο έξυπνα πράγματα που έχω δει.
«Η δημιουργικότητα δεν στερεύει ποτέ. Σαν μικρά παιδιά
θα συνεχίσουμε να παίζουμε μ’ αυτά που μας αρέσουν,
μ’ όποιο τρόπο μπορούμε. Για πάντα».
Το 1998 το Μουσείο φεύγει απ’ τη Μητροπόλεως, με μεγάλα σχέδια. Έπειτα από απόφαση της Πολιτείας να δοθεί η πρώτη προβλήτα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης για να γίνουν πολιτιστικοί χώροι, θα γινόταν εκτός των άλλων Μουσείο Φωτογραφίας και Κινηματογράφου (έγιναν) και θα έβρισκε επιτέλους, και μόνιμη στέγη το Μουσείο Ντιζάιν. «Σχεδιάζω το έργο» θυμάται ο Δελιαλής, «τελειώνουμε πρώτοι απ’ όλα τα μουσεία την κατασκευή -και ο εργολάβος μάλιστα παίρνει κι ένα πριμ επειδή τελείωσε νωρίς-, έχουμε φτιάξει το πρόγραμμα, υπογράφουμε το συμφωνητικό με το υπουργείο Πολιτισμού και υπαγόμαστε στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Είναι όλα έτοιμα, αμπαλαρισμένα και περιμένουμε να μπούμε, αλλά… Δεν μας το δίνουν. Ξεκινούν μια άλλη έκθεση. Νοικιάζουμε λοιπόν αποθήκες, μεταφέρουμε τα πράγματα. Για μεγάλο διάστημα περιμένουμε απάντηση. Ζητάμε απάντηση».
Τι εξήγηση δώσανε, λοιπόν;
«Δεν έδωσαν. Δεν έμαθα ποτέ τι συνέβη. Είχαν έρθει οι υπουργοί, τους είχα ξεναγήσει, τους είχε αρέσει… Και μετά σιωπή.
Το θέμα ήταν πως το μουσείο παρέμενε γνωστό στην Ευρώπη και ο κόσμος ρωτούσε τι γίνεται. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά γράφανε, ρεπορτάζ στην τηλεόραση… Και αρχίζουμε να κάνουμε δράσεις και να φτιάχνουμε εκθέσεις που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο, χωρίς να έχουμε καν δικό μας χώρο».
Το μουσείο ήταν -και είναι ακόμα, σχεδόν 20 χρόνια μετά- άστεγο. Τα αντικείμενά του φυλάσσονται σε ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους που θέλουν χρήματα, ασφάλεια και συνεχή έλεγχο και ο Στέργιος πληρώνει αναγκαστικά τους λογαριασμούς, ενώ πληρώνει και την εφορία για το μουσείο χωρίς φυσικά να έχει κάποιο έσοδο. Ίσως χρειαστεί, λέει, να πουλήσει κάποια αντικείμενα, είτε διπλά είτε μονά, ιδανικά σε κάποιον που ξέρει και δεν θα τα έπαιρνε ως μπιμπελό, για να βρει πόρους για να συντηρήσει τα υπόλοιπα…
Στη ζωή του γνώρισε και συνεργάστηκε με πολλούς ντιζάινερ. Ποιους εκτίμησε πιο πολύ; «Είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς και καλούς και νέους και παλιούς και τη δουλειά τους και σαν χαρακτήρες» λέει. «Απ’ τα ’60 δεν ξεχνώ τον Γιάννη Σβορώνο, απ’ τα ’70 τον άγνωστο Νίκο Περβανίδη, απ’ τα ’90 τον Τόνι Παλαντίνο, απ’ το 2000 τον Άλαν Φλέτσερ και κάθε μέρα τη ρήση του πως «το ντιζάιν δεν είναι επάγγελμα, είναι τρόπος ζωής».