Η ιστορία μιας εξαιρετικά δημιουργικής ζωής
Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια από γονείς που είχαν γεννηθεί εκεί. Οι παππούδες μου ήταν από την Κρήτη και τη Λήμνο. Δεν έχω υπάρξει ποτέ κοινωνικός. Από μικρός δεν ήμουν, μάλλον από φόβο. Τώρα τα θυμάμαι κάπως περίεργα τα πράγματα που συνέβησαν, επειδή όταν είμαστε μικροί και μας τα αφηγούνται αυτά, τα ακούμε διαμπερώς, μπαίνουν και βγαίνουν από τα αυτιά.
Έχω ακούσει μια περίεργη ιστορία ότι ο παππούς μου και η οικογένειά του, -από τη μεριά του πατέρα μου-, έφτασαν στην Κρήτη εξόριστοι από τη Βενετία. Τη βενετσιάνικη καταγωγή τους την είχαν αποκηρύξει. Είχαν ενταχθεί πλήρως στην Κρήτη. Κατόπιν ο παππούς μου πήγε στη Σμύρνη και από εκεί στην Αίγυπτο. Έχω και μια ιστορία για αυτό τον παππού. Τον είχαν αφήσει να ανατινάξει τα γυναικόπαιδα, αν έφταναν οι Τούρκοι εκεί που ζούσαν. Όπως θυμάμαι, ο παππούς μου ήταν ένας μάλλον φιλήσυχος άνθρωπος και ευτυχώς οι Τούρκοι δεν έφτασαν ποτέ.
Ο άλλος παππούς μου ήταν από τη Λήμνο. Είχαν το επώνυμο Ποριάς και παλαιότερα Μολδοβάν, από την Μολβολαχία. Αυτός έφτασε στην Αλεξάνδρεια στα μέσα του 19ου αιώνα και έκανε εμπόριο τροφίμων. Εγώ τη Λήμνο ξέρω, την Κρήτη δε τη γνωρίζω, τα πούλησε όλα ο παππούς μου ο Κρητικός, επειδή θεωρούσε ότι τον κλέβανε οι συγγενείς. Ως αντάλλαγμα πήρε ένα φορτίο με ποιος ξέρει τι προϊόντα, τα οποία σάπισαν. Πλήρης αποτυχία. Τέλος πάντων, δεν έχουμε ούτε ένα μέτρο γης στην Κρήτη.
Τα καλοκαίρια φεύγαμε από την Αίγυπτο και πηγαίναμε στη Λήμνο διακοπές οι γυναίκες και τα παιδιά της οικογένειας για τέσσερις, πέντε μήνες. Νομίζω η Αίγυπτος ήταν επικίνδυνη για τύφο το καλοκαίρι. Υπήρχε πλοίο. Αλεξάνδρεια, Χίος Μυτιλήνη, Λήμνος.
Στη Λήμνο, το 1939, συνέβη ένα γεγονός που με σημάδεψε. Ο παππούς μου είχε κάνει το 1899 ένα σπίτι πολύ ωραίο στον Ρωμέϊκο γιαλό. Ένα σπίτι νεοκλασικό, μεγάλο, διώροφο. Αποφάσισε λοιπόν η γιαγιά μου να πάει κινηματογράφο και ήθελε να πάρει μαζί και τις εγγονές της, τις ξαδέρφες μου. Εκείνες δεν ήθελαν, η γιαγιά επέμενε να πάνε μαζί. Έγινε ένα φοβερό ατύχημα, πήρε φωτιά ο κινηματογράφος και κάηκαν και η γιαγιά μου και οι δυο εγγονές της, η μια 18 η άλλη 19 ετών. Η θειά μου και ο θειός μου έπαθαν μεγάλο κακό. Θυμάμαι άρχισαν να κάνουν πνευματισμό και όλα αυτά τα περίεργα τα οποία κατέληξαν σε θρησκομανία. Μέσα σε όλα αυτά κατάντησα κι εγώ παπαδοπαίδι. Αυτά έγιναν όταν ήμουν 7 ετών.
Το 1938 μετακομίσαμε στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν εκτιμητής ποιότητας στα βαμβάκια. Ήταν ένας πολύ επικοινωνιακός άνθρωπος, το αντίθετο από μένα. Είχε μεγάλο κοινωνικό κύκλο και πολλές γνωριμίες, μιλούσε πολλές γλώσσες και είχε πολύ ταλέντο στη ζωγραφική. Είχα πολλές φωτογραφίες του, αλλά η μητέρα μου στο τέλος της ζωής της, άθελά της, τις κατέστρεψε. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, αγοράσαμε σπίτι δίπλα στην Αγορά του Ψυχικού. Ήταν έρημο τότε το Ψυχικό, αλλά του πατέρα μου του άρεσαν οι εξοχές. Θυμάμαι πως όταν εγκατασταθήκαμε στο Ψυχικό, κάναμε παρέα με τον Αρχιμανδρίτη Ψυχικού και τότε οι γονείς μου θυμήθηκαν ότι δεν είμαι βαφτισμένος Ορθόδοξος, αλλά Διαμαρτυρόμενος. Και με βάφτισαν σε ένα μεγάλο ταψί. Στα εννιά μου.
Ο πατέρας μου ζωγράφιζε. Του άρεσαν τα σπίτια, τα έπιπλα, είχε μανία με τα έπιπλα, πήγαινε στην όπερα. Είχε μια συλλογή από δίσκους τους οποίους έχω ακόμα, που ήταν του πρώτου πολέμου του Καρούζο και ήταν από τη μια μεριά χαραγμένοι. Και έφτιαχνε και τα σπίτια διαφόρων, του άρεσε αυτό. Παράλληλα, ζωγράφιζε έργα μεγάλων ζωγράφων. Του Ρούμπενς για παράδειγμα. Τα ζωγράφιζε αστραπιαία. Κάποια υπάρχουν ακόμα. Εγώ έχω μόνο ένα έργο του, ένα παστέλ. Είχε κάνει τον παππού μου τότε. Είχε μια γρήγορη αντίληψη, πως να στήσει το έργο. Είχε αγωνία μη γίνω ζωγράφος και πεινάσω. Οι ζωγράφοι στην Αλεξάνδρεια πέθαιναν της πείνας. Βγάζαμε ένα χωνάκι με τηγανητές πατάτες για να φάνε.
Πήγα στο δημοτικό μέσα στον πόλεμο, σε ένα σχολείο δίπλα στο σπίτι μου. Τρίτη και Τετάρτη δημοτικού την έκανα σπίτι μου. Τις δυο χρονιές σε μια. Θυμάμαι δυσκολεύτηκα πολύ. Τότε, το πλησιέστερο σχολείο ήταν το Κολέγιο, το οποίο είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και τα μαθήματα γινόντουσαν σε ένα σπίτι το οποίο υπάρχει ακόμα και είναι από τα λίγα που σώθηκαν και δεν γκρεμίστηκαν. Διερωτώμαι σήμερα όταν το βλέπω, πως κάναμε συγκέντρωση το πρωί σε μια βεραντούλα που ήταν μια σταλιά.
Ήμουν πάντα μέτριος μαθητής. Πέρασα δυο φάσεις στο σχολείο. Στη μία ήταν ζωγραφισμένα όλα τα περιθώρια και τα βιλία, μουτζουρωμένα. Στη τρίτη γυμνασίου έμεινα μετεξεταστέος στα μαθηματικά και τα αρχαία. Πέρασα ένα άθλιο καλοκαίρι με μαθήματα και ιδιαίτερα και είπα δε το ξαναπαθαίνω αυτό με τίποτα. Και τότε πέρασα σε μια άλλη φάση με καθαρά βιβλία, επειδή δεν τα άνοιγα. Έχανα όλη μου την ημέρα κάνοντας υπολογισμούς πως θα περάσω τη χρονιά.
Εγώ από 10-11 ετών ενδιαφερόμουν μόνο για τη ζωγραφική. Επειδή έβλεπα τον πατέρα μου να ζωγραφίζει. Με ενθουσίαζαν όλες αυτές τις μυρωδιές. Τα νέφτια. Ζωγράφιζα κανονικά, όχι παιδική ζωγραφική. Πήγαινα στον Κάουφμαν και αγόραζα κάτι μικρά βιβλιαράκια ζωγραφικής. Εκδόσεις του SKIRA. Διάβαζα βιογραφίες καλλιτεχνών. Έλεγα: «Πατέρα ο Μιχαήλ Άγγελος 12 ετών είχε πάει σε ατελιέ, εγώ χάνω στην ώρα μου στο σχολείο». Αφού απέτυχαν οι προσπάθειες του πατέρα μου να γίνω οδοντίατρος ή να μπω στη Μόμπιλ, βοήθησε ένας ξάδερφός του να πάω στο Παρίσι να σπουδάσω αρχιτεκτονική.
Υπήρχε μια φριχτή φήμη για το Παρίσι ότι κάνουν μεγάλα καψόνια οι παλιοί στους καινούργιους. Πήγα λοιπόν στη Μποζάρ. Ήμουν φοβερά ντροπαλός και μαζεμένος. Μου έκαναν το εξής καψόνι: Μου έδωσαν ένα γυαλί να καθαρίσω ένα τζάμι από τις μπογιές. Το έκανα φοβερά υπομονετικά αυτό και έτσι έχασαν το ενδιαφέρον τους για μένα. Μετά έφυγα από τη Μποζάρ, δε με ενδιέφερε καθόλου. Πήγα στη σχολή του Πολ Κολέν. Εκεί είχε πάει και η Λουίζ Μπουρζουά. Ήταν ένα παλιό σπίτι και κάναμε πέντε ώρες την ημέρα ελεύθερο σχέδιο. Κάναμε γράμματα στο χέρι και θυμάμαι είχα φτάσει να κάνω γράμματα των 3 χιλιοστών, άψογα, σαν τυπογραφικά. Με πινέλο και σινική μελάνη. Εκεί έκανα και αφίσες.
Το 1955 επέστρεψα στην Ελλάδα και πριν πάω στο στρατό, πήγα για ένα μικρό διάστημα στη Γκρέκα, στην διαφημιστική, στον Σκυλίτση. Αλλά είχα ήδη κηρυχθεί ανυπότακτος και έπρεπε να κάνω το στρατιωτικό μου. Πήγα στο στρατό, έκανα τη βασική εκπαίδευση σε μια κατάσταση απίστευτης βρώμας και απλυσιάς και κατόπιν με έστειλαν στη γεωγραφική υπηρεσία. Μετά από κάποιο καιρό πήγα στην ΚΥΠ με ειδικότητα σχεδιαστού. Εκεί δούλευα με τρείς κυρίες. Αυτές μιλούσαν για κολόνιες και όλα αυτά και εγώ διάβαζα μυθιστόρημα. Η μόνη εργασία που μου έδωσαν να κάνω, ήταν να σχεδιάσω το λιμάνι της Βάρνας. Λοιπόν, μια από αυτές τις κυρίες ήταν η μετέπειτα Δέσποινα Παπαδοπούλου. Η οποία θυμάμαι μου έδειχνε και φωτογραφίες του άντρα της, ο οποίος ήταν ένας αστυνομικός. Αλλά φαίνεται ο Παπαδόπουλος ήταν κάπου εκεί και ενεπλάκη το ειδύλλιο. Ήταν και κάποιος άλλος εκεί, που έγραφε κείμενα. Ο Γεωργαλάς, ο θεωρητικός της χούντας. Την περίοδο του στρατιωτικού παντρευτήκαμε με την Αγνή.
Απολύθηκα και εκείνη την εποχή κάποιος φίλος το πεθερού μου με σύστησε στον Φρέντυ Κάραμποτ. Ο Φρέντυ ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερός μου και είχε ένα γραφείο στο Κολωνάκι. Έδειξε στον Φρέντυ κάποια σχέδιά μου και αυτός ενθουσιάστηκε και μου πρότεινε να γίνουμε συνέταιροι. Αυτά έγιναν το 59, όταν ήμουν 26 ετών. Με τον Φρέντυ ήμασταν πολύ διαφορετικοί. Ήταν πολύ τυπικός με τη γραβάτα του και όλα αυτά, αλλά ήταν και ελεύθερο πνεύμα, αναρχικό. Ο Φρέντυ ήταν Εγγλέζος από τη Μάλτα. Άλλος τύπος. Ο Τσαρούχης μια φορά στο Κολωνάκι σύστηνε τον τάδε ποιητή, τον τάδε αρχιτέκτονα και τον κύριο Κάραμποτ, Άγγλο υπήκοο. Λάτρευε να είναι Άγγλος ο Φρέντυ και στα ντυσίματα και σε όλα. Ήταν μοναδικός τύπος ο Φρέντυ. Όταν ήταν μικρός στην Κατοχή, ζούσε με την οικογένειά του στην Κρήτη και έγραφε συνθήματα κατά των Γερμανών στα γερμανικά. Είχαν περάσει δυο μέρες και κάποιος Γερμανός πέρασε και του έκανε και μια διόρθωση σε ένα ορθογραφικό λάθος. Μια άλλη φορά, είχαμε βραβευτεί στη Στοκχόλμη και έπρεπε ο Φρέντυ να πάει να παραλάβει το βραβείο. Πήγαν με τη Χαρά Κιοσσέ. Στο δρόμο προς το μέρος όπου γινόταν η απονομή βλέπει ότι έναν κινηματογράφο που έπαιζε τον Λόρενς της Αραβίας. Πληρώνει το ταξί, μπαίνει στο σινεμά και δεν πήγε ποτέ στην απονομή. Η Χαρά Κιοσσέ δε του το συγχώρησε ποτέ. Αυτό δεν είναι εκδήλωση αναρχισμού; Αλλά, νομίζω, το πιο ιερό θέμα του Φρέντυ ήταν η σιέστα του. Η μεσημεριανή. Κάναμε συναντήσεις και ο Φρέντυ έκλεινε το μάτι και αποχωρούσε να πάει να φάει ένα βραστό αυγό και να ξεκουραστεί.
Έτσι κάναμε τη διαφημιστική εταιρεία το Κ & Κ, Διαφημιστικό Κέντρο Αθηνών. Εμείς ήμασταν καλλιτεχνικό γραφείο. Οι γνωστοί μας και ο Φρέντυ και εγώ. Το 59 ήταν υπουργός προεδρίας ο Κωστάκης ο Τσάτσος. Εκεί ανήκε ο τουρισμός. Γενικός γραμματέας Τουρισμού ήταν ο Νίκος Φωκάς, ένα λαμπρό μυαλό. Ήθελε να έχουμε ακριβό τουρισμό όπως έχει το Ισραήλ ας πούμε και όχι αυτά που έγιναν μετά επί χούντας, όπου κάθε αγρότης έκανε και ένα ξενοδοχείο χωρίς υποδομές. Ηθελαν λοιπόν να κάνουν διαφημιστικό τμήμα. Κάλεσαν τη Φανή Λαμπαδαρίου, η οποία ήταν υπεύθυνη ύλης στις Εικόνες. Εκείνη ζήτησε να το χειριστεί εν λευκώ και εκείνοι το δέχτηκαν. Ηξερε τον Φρέντυ από την Ασπιώτη-Ελκα που δούλευαν και οι δύο, ήξερε τη Μάτση Χατζηλαζάρου που ήταν ένα πολύ σοβαρό άτομο, ο Φρέντυ πρότεινε και εμένα και γίναμε μια μικρή ομάδα. Κάναμε λοιπόν τις αφίσες αυτές του τουρισμού. Και γίναμε ουσιαστικά γνωστοί από τον ΕΟΤ.
Η καταστροφή της εταιρείας ήρθε όταν κάναμε μια διαφήμιση της Κελβινέιτορ και μας έβαλε ένα τεράστιο φέσι. Αναγκαστήκαμε να πληρώσουμε όλα τα διαφημιστικά μέσα, αλλιώς θα κλείναμε. Κάποια στιγμή, γύρω στο 64, αρχίσαμε να βλέπουμε ότι οι μεγάλοι πελάτες είχαν δικές τους διαφημιστικές στο εξωτερικό και εμείς θα αρχίζαμε να κάνουμε διεκπεραιώσεις. Σκεφθήκαμε να συνεταιριστούμε με ένα διεθνές δίκτυο και γίναμε Κ&Κ Univas. Και με τη δουλειά που πήραμε από την EL-AL , γίναμε μέλη της Alliance Graphique Internationale. Ένα κλαμπ ελιτίστικο γραφιστικό ήταν αυτό. Εκεί άρχισε να μας φεύγει η δουλειά από τα χέρια. Στην αρχή ήταν η ωραία εποχή. Βλέπαμε τους ανθρώπους που είχαν τις εταιρείες, τους πελάτες και μιλούσαμε κατευθείαν. Στη συνέχεια άλλαξε η δουλειά. Έπρεπε να κάνουμε μάρκετινγκ, ενώ εμείς θέλαμε να σχεδιάζουμε. Λέγαμε με τον Φρέντι «εμείς δεν κάνουμε μακέτες, κάνουμε μαρκέτες».
Στη ζωή μου έκανα τέσσερις δουλειές. Kαι είμαι τεμπέλης κατά βάθος, αυτό μου κάνει εντύπωση. Αυτή είναι η διαφορά μου με την Αγνή. Εγώ θέλω να περπατάω, να κάνω άσκοπα πράγματα, η Αγνή θέλει να ΄χει ένα σκοπό. Τελικά ότι έχω κάνει, το έκανα τυχαία. Τυχαία γνώρισα τον Φρέντι και έκανα αυτές τις δουλειές. Τυχαία, τη δεύτερη και την τρίτη καριέρα που έκανα.
Εκτός από τη ζωγραφική που ήταν πάντα, έκανα γκράφικ ντιζάιν και διαφήμιση. Παράλληλα, με τον Παναγή Καναβό, κάναμε κατασκευές περιπτέρων σε όλο τον κόσμο. Γύρω στο 72, έκανα μια έκθεση στο Χίλτον με κατασκευές διαφόρων αφηρημένων, δηλαδή γεωμετρικών γλυπτών και τα φώτισα με μπλακ λάιτ. Ήταν ένα πολύ θεαματικό πράγμα, το οποίο όμως απέρριψαν όλοι οι καλλιτέχνες. Αλλά άρεσε στους αρχιτέκτονες και μου ζήτησαν συνεργασίες σε κτίρια. Τότε, ο Περικλής Παναγόπουλος ήθελε να κάνει ένα καινούργιο κρουαζιερόπλοιο. Δεν ήθελε να μεταχειριστεί τους αρχιτέκτονες που είχε μέχρι τότε και κάλεσε τον Θύμιο Παπαγιάννη, με τον οποίο είχαμε ήδη συνεργαστεί για την όψη της ΕΡΤ . Μου ζήτησε να συνεργαστούμε και έτσι άρχισε η περιπέτεια αυτή με τα κρουαζιερόπλοια. Είχε μεγάλη επιτυχία, κάναμε στη συνέχεια και τα κρουαζιερόπλοια του Καρρά, συνολικά 70 κρουαζιερόπλοια. Έτσι έπαψα να ασχολούμαι με τη διαφήμιση το 1974. Η Αγνή και ο Φρέντυ έμειναν μέχρι το 1978.
Έκανα την πρώτη μου έκθεση το 1955. Μου είχε γράψει ο Σπητέρης τότε : «ενδιαφέρουσα δουλειά, να κλειστεί στο ατελιέ του να δουλέψει και να μην κάνει εκθέσεις». Τώρα, 23 ετών κάνουν αναδρομικές. Εγώ δούλευα σε αυτά που έκανα πάρα πολύ, τα παλιά μου έργα τα έχω πουλήσει όλα εκ των υστέρων. Στην Ελλάδα για να πουλήσεις πρέπει να κάνεις κάτι σαν μια φιγούρα, ίσως είναι πιο φιλικό. Εμένα δε με ενδιέφερε να κάνω κάτι για να μπει σε συλλογές. Είναι και το ζήτημα της κοινωνικότητας. Βαριά βλέπω δημοσιογράφους, βαριά βλέπω κριτικούς. Η Αγνή μου λέει «αυτά που κάνεις έχουν κάποιο σκεπτικό;». Δε με ενδιαφέρει να έχω κάποιο σκεπτικό. Μια φορά στο Βερολίνο με ρώτησε κάποιος «Αυτό τι παριστάνει;» «Τον εαυτό του», απάντησα. Δηλαδή το κυπαρίσσι παριστάνει κάτι άλλο;
Έκανα, λόγω περιορισμένου χρόνου, τρία έργα, ενώ θα μπορούσα να έχω κάνει από το ίδιο έργο τριάντα. Και περνούσα από τη μια φάση στην άλλη έχοντας κάνει λίγα έργα. Δεν πιστεύω ότι ανήκω σε κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα. Κάνω πολλά διαφορετικά πράγματα, το οποίο με αποστασιοποοιεί από όλους. Ίσως και να μην είναι σωστό τελικά. Η διαδικασία της τέχνης μου είναι πάντα αφηρημένη. Ξεκινάω από κάπου και καταλήγω κάπου αλλού, ή με οδηγεί ένα λάθος. Ασχολήθηκα με πολλά και κατά διαβολική σύμπτωση είχα επιτυχία σε μερικά. Δεν το επεδίωξα ποτέ. Ήταν και μια εποχή που μας ερχόντουσαν τα πράγματα. Έκανα αυτά που με ενδιέφεραν και πήγα καλά.
Πιστεύω καταρχήν ότι η τέχνη δεν εξελίσσεται. Διότι δεν είναι επιστήμη. Αυτά που έκαναν στα σπήλαια ήταν πάρα πολύ ωραία. Εξελίσσονται οι τεχνοτροπίες. Έχεις βίντεο, έχεις τσιμέντο, αλλά η τέχνη αυτή καθαυτή, κάνει κύκλους, ανεβαίνει και πέφτει. Ας πούμε η ρωμαϊκή τέχνη δε μου λέει τίποτα. Από την αρχαία Ελλάδα μένω στις κόρες, στους κούρους, τα αετώματα της Ολυμπίας.
Το 2004 μετακόμισα εδώ, στον Κεραμεικό, στο κέντρο. Μου φαίνεται πολύ ζωντανό το μέρος. Μου αρέσει η γειτονιά και όλα όσα συμβαίνουν εδώ, ακόμα και τα βρώμικα, δε φοβάμαι καθόλου. Μου αρέσουν περισσότερο τα γκρεμίδια και τα ερείπια εδώ γύρω, τα φωτογραφίζω και όταν τα ζωγραφίζουν εκνευρίζομαι, χαλάνε την εικόνα. Αυτή τη γκαραζόπορτα που έχω στο εργαστήριο την έχουν κάνει άπειρες φορές φόντο για κάθε λογής μουτζούρες. Τώρα την έχουν βάψει πράσινη για να έχουν καινούργιο φόντο. Το βρίσκω πολύ αστείο.
Πώς περνάω τη μέρα μου; Κάνω βόλτες, άσκοπα πάντα, εδώ γύρω. Μου αρέσει να περπατώ, να ταξιδεύω, να έρχομαι και να περνάω εδώ όλη μου την ημέρα, στο εργαστήριο. Κάποτε ξυπνούσα και πιο νωρίς. Τώρα, το πρωί, αργώ πολύ.
Πηγή: www.lifo.gr