60 ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΚΑΛΟ – Συνέντευξη με τον Δανιήλ Γουναρίδη
Είναι απόλυτα συνδεδεμένος με την ιστορία της Σχολής Βακαλό ο ζωγράφος Δρ. Δανιήλ Γουναρίδης. Αν και δεν ανήκε στον αρχικό πυρήνα καλλιτεχνών και διανοούμενων -τον ζωγράφο/σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό, την ιστορικό τέχνης Ελένη Βακαλό, τον ζωγράφο Παναγιώτη Τέτση και τον εκδότη της καλλιτεχνικής επιθεώρησης «Ζυγός» Φραντζή Φραντζισκάκη- που δημιούργησαν το Ελεύθερο Εργαστήριο Καλών Τεχνών «Βακαλό» το 1958, εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του από το 1966. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η Σχολή Βακαλό υπήρξε κεντρικό κεφάλαιο της ζωής του
Γιατί το 1977, όταν αποχώρησε ο µέχρι τότε διευθυντής Σπουδών Παναγιώτης Τέτσης (καθώς εξελέγη καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών), ο Δανιήλ Γουναρίδης κλήθηκε να αναλάβει τη διεύθυνσή της µαζί µε τον αρχιτέκτονα Τίµο Μίσιο, έχοντας πάντα δίπλα τους την Ελένη Βακαλό.
Πενήντα χρόνια µετά παραµένει διευθυντής της. Και παρότι έχει µεταβιβάσει πολλές υποχρεώσεις στη νέα γενιά, στον γιο του Κωνσταντίνο, κάθε µέρα βρίσκεται στο γραφείο του.
*Στα 83 µου χρόνια παραµένω ενεργός γιατί δεν σταµάτησα ποτέ, δεν είπα «Τώρα τέλειωσα». Έχω σταµατήσει κάποιες δραστηριότητες αλλά στη Σχολή έρχοµαι καθηµερινά – και γιατί µ’ αρέσει και γιατί µ’ ενδιαφέρει. Κι αυτή η ζωντανή σχέση µε τη Σχολή και µε τους νέους είναι που µε κρατάει τελικά. Έχω σταµατήσει να διδάσκω από χρόνια, αλλά έχει πολύ µεγάλη σηµασία η επαφή µε τα νέα παιδιά. Καµιά φορά σκέφτοµαι «τι τους λες τώρα; Εσύ είσαι περασµένης ηλικίας…», αλλά συνήθως ξεχνώ ότι τα χρόνια πέρασαν.
*Σπούδασα ζωγραφική στην ΑΣΚΤ. Αποφοίτησα το 1958.
*Στην Αθήνα δεν υπήρχε τίποτα τότε. Ούτε Εθνική Πινακοθήκη ούτε Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δεν είχαµε ενηµέρωση για το τι συνέβαινε στην Ευρώπη ως προς τις τέχνες, αλλά ούτε καν γι’ αυτά που είχαν ήδη συµβεί από τις αρχές του 20ού αιώνα. Το µόνο µάθηµα που µας παρείχε κάποιες γνώσεις ήταν η Ιστορία της Τέχνης, στο οποίο είχαµε την τύχη να έχουµε καθηγητή τον Παντελή Πρεβελάκη (1). Βέβαια, είχε εµµονή µε κάποιες εποχές, µε την Αναγέννηση κυρίως, λογοτέχνιζε και επιµήκυνε το µάθηµά του µε ιστορίες. Ωστόσο, η επιµονή του σε βιογραφικά και πραγµατολογικά στοιχεία που για µας τότε έµοιαζαν ασήµαντα, λ.χ. τι θέση είχε σε κάποια ευρωπαϊκή αυλή ο χ ζωγράφος, αποτέλεσαν έναν πλούτο γνώσεων, που αργότερα κατάλαβα πόσο πολύτιµες ήταν. Όταν µετά τη σχολή πήγα στην Ευρώπη και επισκέφτηκα τα µεγάλα µουσεία, διαπίστωσα ότι ήδη γνώριζα πάρα πολλά για τα έργα και τους δηµιουργούς τους. Ήταν γλαφυρό το µάθηµα του Πρεβελάκη και οι εικόνες που µας έδειχνε µε το παλιό καλό επισκόπιο, ήταν από βιβλία των εκδόσεων Skira (2), που τότε πρωτοκυκλοφορούσαν και είχαν κάνει αίσθηση στην Ευρώπη για τις εξαιρετικής ποιότητας φωτογραφικές αναπαραγωγές έργων τέχνης. Στο µάθηµά του έπαιρνα άριστα -µ’ αγαπούσε πολύ- και όταν έδωσα εξετάσεις για την υποτροφία στο ΙΚΥ µου έδωσε εξαιρετική συστατική επιστολή, όπως και οι υπόλοιποι καθηγητές µου, ο Μόραλης, η Βάσω Κατράκη, ο Παππάς.
*Τον σπουδαίο Γιάννη Κεφαλληνό τον είχα δάσκαλο για 2,5 χρόνια. Πέθανε το 1957 και στο εργαστήριο της χαρακτικής ανέλαβε ο Γιάννης Μόραλης, µέχρι το τέλος των σπουδών µου. Ο Κεφαλληνός ήταν µοναδικός δάσκαλος και σε σχέση µε τους άλλους καθηγητές ήταν σαν από άλλο πλανήτη. Συζητούσε µαζί µας θέµατα που δεν είχαν σχέση µόνο µε την τέχνη -µας άνοιγε τα µάτια για διάφορα που συνέβαιναν στον κόσµο. Ο Κεφαλληνός και ο Μόραλης (που ήταν εκείνη την εποχή ο πιο «µοντέρνος») ήταν αυτοί που µε επηρέασαν περισσότερο.
*Γενικά τότε η ΑΣΚΤ ήταν πολύ συντηρητική, αλλά υπήρχαν καθηγητές είχαν µείνει στην εποχή της σχολής του Μονάχου. Σπουδαίοι δάσκαλοι ήταν οι γλύπτες Γιάννης Παππάς και Μιχάλης Τόµπρος.
*Μετά τις σπουδές, πήγα Στρατό και αµέσως µετά έδωσα εξετάσεις για την υποτροφία του ΙΚΥ, για να συνεχίσω τις σπουδές µου στο Παρίσι. Γαλλικά δεν ήξερα κι έτσι επί 6 µήνες µάθαινα εντατικά τη γλώσσα. Τώρα που το σκέπτοµαι, απορώ µε το θράσος µου. Γιατί την εποχή εκείνη για να διεκδικήσεις την υποτροφία έπρεπε να έχεις κάποιο έργο πίσω σου. Πάντως, τα κατάφερα. Πήρα την υποτροφία και για τα επόµενα τρία χρόνια ήµουν στο Παρίσι, όπου σπούδασα ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών, και παράλληλα µπήκα στο 4ο έτος της Ανωτάτης Σχολής Διακοσµητικών Εφαρµογών, σ’ ένα τµήµα για τις Γραφικές Τέχνες. Παρακολούθησα µαθήµατα για τις γραφικές τέχνες και σ’ ένα άλλο κολέγιο γιατί ήταν ένας τοµέας που µ’ ενδιέφερε. Είχα κάτι σαν εµµονή, να µάθω πράγµατα. Ακόµη και σε σεµινάρια που γίνονταν στον Λούβρο είχα γραφτεί, για να παρακολουθώ βραδινά µαθήµατα Ιστορίας Τέχνης.
*Η διαφορά µεταξύ Αθήνας και Παρισιού στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν σαν να λέµε η µέρα µε τη νύχτα. Γυρνώντας στην πόλη και στις γκαλερί µπορούσες να αποκτήσεις γνώση και εποπτεία της σύγχρονης διεθνούς τέχνης. Στο Παρίσι είδα πρώτη φορά έργα αφηρηµένης ζωγραφικής, εδώ δεν είχαµε ιδέα για την art abstrait.
*Πέρασα εξαιρετικά στο Παρίσι, παρότι πήγα παντρεµένος. Μέναµε σε δικό µας δωµάτιο στην πανεπιστηµιούπολη, στο Ελληνικό Περίπτερο – αν ήµουν µόνος θα έπρεπε να το µοιραστώ µε άλλους. Παρόλο που στα παντρεµένα ζευγάρια έδιναν δωµάτια στο υπόγειο, έπειτα από έναν χρόνο άλλαξε η πολιτική τους και ανεβήκαµε όροφο. Δούλευα µετά µανίας και ταξίδευα περί τους 4 µήνες τον χρόνο. Είχα κι ένα µικρό αυτοκινητάκι και γύρισα όλη τη Δυτική Ευρώπη. Η Ανατολική Ευρώπη ήταν απαγορευµένη ζώνη. Ήθελα να πάω στην Πολωνία, που είχα φίλους, αλλά δεν πήγα τελικά, γιατί έτσι και γινόταν γνωστό ότι πήγες σε κάποια απ’ αυτές τις χώρες, η υποτροφία κοβόταν. Ήµασταν υπό στενή παρακολούθηση και µέσα στο Ελληνικό Περίπτερο. Ο διευθυντής ήξερε µε ποιους κάναµε παρέα και τι λέγαµε. Βέβαια, δεν έπαιρνα και την άδεια για όσα πράγµατα έκανα, γιατί, για παράδειγµα, αν ζητούσα άδεια να πάω Ισπανία, θα µου απαντούσαν: «Εντάξει πήγαινε για 10-15 µέρες». Εγώ πήγα και έµεινα στην Ισπανία τρεις µήνες, τη γύρισα από πάνω έως κάτω. Ήταν ωραία εµπειρία, γιατί ταξιδεύοντας µε το αυτοκίνητο ζεις αλλιώς τη χώρα κι είχα και καλή παρέα, ήµασταν µε τον Δηµήτρη Μυταρά και τις γυναίκες µας.
*Στην Αθήνα γύρισα το 1964. Έκανα κάποιες επαφές µε γνωστά περιοδικά της εποχής, τις «Εικόνες» και τη «Γυναίκα». Τότε δεν υπήρχαν πολλοί που να έχουν σπουδάσει γραφικές τέχνες και ήθελαν πολύ να συνεργαστώ µαζί τους και να ανασχεδιάσω τα περιοδικά µε πιο µοντέρνα αισθητική. Πρότεινα να εργάζοµαι 4 ώρες τη µέρα, γιατί δεν ήθελα να παρατήσω τη ζωγραφική, εκείνοι ήθελαν κανονικό ωράριο κι έτσι δεν προχωρήσαµε. Εν τω µεταξύ, είχα έρθει σε επαφή µε τη Σχολή Βακαλό – ήδη από το Παρίσι είχα αλληλογραφία µε τον Φραντζεσκάκη, έναν εκ των ιδρυτών, ο οποίος µου είχε πει: «Όταν γυρίσεις, τα λέµε». Έτσι το 1966 ξεκίνησα στη Βακαλό ως δάσκαλος γραφικού σχεδιασµού και ελεύθερου σχεδίου. Και… έµεινα. Από το 1966 έως σήµερα, 50 και 1 χρόνια.
*Τότε όσοι δίδασκαν στην Βακαλό ήταν αναγνωρισµένοι στο τοµέα τους, ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, ιστορικοί τέχνης. Επιπλέον, η σχολή ανανεωνόταν διαρκώς και ως προς το πρόγραµµα σπουδών και ως προς τον τρόπο διδασκαλίας. Κι αυτό ξέρετε που οφειλόταν; Στο πνεύµα της Ελένης Βακαλό.
Η Ελένη Βακαλό ήταν µια εξαιρετική γυναίκα και σπουδαίος άνθρωπος. Εκείνη έκανε το πρόγραµµα σπουδών της σχολής και οφείλω να οµολογήσω ότι ήταν πάντα µπροστά από την εποχή. Διέκρινε πράγµατα που επρόκειτο να γίνουν, ακόµα και σε τοµείς που δεν ήταν του δικού της γνωστικού αντικειµένου. Όταν, για παράδειγµα, κάποια στιγµή αποφασίσαµε να δηµιουργήσουµε εργαστήριο βιοµηχανικού σχεδιασµού, οργάνωσε το πρόγραµµα µαθηµάτων µε τέτοιο τρόπο ώστε οι υπόλοιποι καθηγητές διαβάζοντας τους τίτλους αναρωτιόµασταν τι να ήταν! Και στην πράξη αποδείχθηκε ότι το πρόγραµµα ήταν όπως ακριβώς έπρεπε να είναι ένα εργαστήριο industrial design. Η Ελένη είχε επαφές µε το εξωτερικό – ειδικά µε την Αµερική, όπου σπούδαζε ο γιος της, ο Μάνος, το µοναδικό παιδί της. Ήταν καθηγητής αρχιτεκτονικής και αστικού σχεδιασµού στο Πανεπιστηµιο του Μίτσιγκαν ο γιος της – πέθανε στα 54 του, ενόσω ζούσε η Ελένη κι αυτό υπήρξε ένα µεγάλο πλήγµα γι’ αυτήν. Είχαµε πολύ καλή συνεργασία µε τον Μάνο, µας συµβούλευε, µας έδινε οδηγίες για τα προγράµµατα σπουδών. Ήταν ο άνθρωπος της σχολής έξω.
Η Ελένη δίδασκε Ιστορία της Τέχνης, αλλά κυρίως δίδασκε ήθος. Αυτό, το ήθος, είναι κάτι στο οποίο από παλιά και µέχρι σήµερα δίνουµε µεγάλη σηµασία. Τι σηµαίνει πρακτικά; Οι σπουδαστές µας να είναι σεµνοί, να µην παίρνουν τα µυαλά τους αέρα, να είναι αφοσιωµένοι στη δουλειά τους και, βέβαια, να συµπεριφέρονται σωστά και να συνεργάζονται.
*Όλοι οι καθηγητές συνεργαζόµασταν αρµονικά. Αυτό δεν συνέβαινε στο πλαίσιο µιας παρέας φίλων, δεν ήµασταν κάτι σαν τις λογοτεχνικές παρέες της εποχής, αλλά επειδή η διεύθυνση της Σχολής λειτουργούσε σωστά. Το σχήµα το αρχικό διαλύθηκε στα 1977-8: ο Τέτσης έγινε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1977, ο Βακαλό αποσύρθηκε το 1978, ο Φραντζεσκάκης δεν ήθελε να συνεχίσει. Τότε µου ζητήθηκε να αναλάβω και να διαµορφώσω το διάδοχο σχήµα. Είπα ότι αυτό δεν µπορεί να γίνει χωρίς τη συµµετοχή της Ελένης Βακαλό. Κι έτσι συνεχίσαµε, µαζί µε τον αρχιτέκτονα Τίµο Μίσιο, έως το θάνατο της Ελένης το 2001.
*Όλα αυτά τα 50 χρόνια µπορεί να πέρασαν και 150 καθηγητές. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ήταν µεγάλος ο αριθµός των καθηγητών, γιατί ήταν µεγάλος και ο αριθµός των σπουδαστών. Τα χρόνια της κρίσης, η µείωση είναι σαφής. Άλλοτε επιλέγαµε αυστηρά τους σπουδαστές µας γιατί ο αριθµός των ενδιαφεροµένων ήταν µεγαλύτερος του αριθµού που η σχολή µπορούσε να δεχθεί, στα 3 έτη συνολικά 300 σπουδαστές. Κι αυτό γιατί θέλουµε να µπορούµε να παρακολουθούµε την πορεία και την εξέλιξή τους. Είναι µια αρχή που είχαµε ανέκαθεν στη Βακαλό: να έχει ο καθηγητής άµεση επαφή µε τον σπουδαστή. Όταν έρχονται οι γονείς να ρωτήσουν για τα παιδιά τους, ξέρουµε σε ποιον αναφέρονται, δεν ψάχνουµε στους καταλόγους να δούµε φωτογραφία του για να θυµηθούµε ποιος είναι. Και µε χαρά διαπιστώνω ότι όταν γίνεται λόγος για έναν σπουδαστή, όλοι οι καθηγητές ξέρουν ποιος είναι, ποιες είναι οι αδυναµίες του, ποιες οι δυνατότητές του, πού χρειάζεται βοήθεια.
*Σε επίπεδο σπουδών δύο πράγµατα χαρακτηρίζουν τη Σχολή Βακαλό: Το πρώτο είναι ότι το εκπαιδευτικό µας πρόγραµµα βασίζεται στη µεγάλη ευρωπαϊκή σχολή του Bauhaus – µε την έννοια ότι επιδιώκουµε οι σπουδαστές να αποκτούν καλλιτεχνική παιδεία. Να προσφέρουµε σπουδές που θα εκπαιδεύσουν καλλιτέχνες – δηµιουργούς και όχι τεχνίτες που απλώς θα εκτελούν δηµιουργίες τρίτων. Μάλιστα, µας έχουν κατηγορήσει ότι δεν εκπαιδεύαµε τεχνικά τους αποφοίτους µας. Αλλά η τεχνική κατάρτιση είναι κάτι που σήµερα αποκτάται πολύ εύκολα – η καλλιτεχνική παιδεία όχι.
*Κεντρική είναι η θέση της διδασκαλίας του Βασικού Σχεδίου. Καµία άλλη σχολή δεν παρέχει αυτό το µάθηµα. Τι είναι το Βασικό Σχέδιο; Είναι η ανάλυση και η σύνθεση των πλαστικών στοιχείων από τα οποία αποτελείται ένα έργο τέχνης και εφαρµοσµένης τέχνης. Αρχίζουµε από το σηµείο, τη γραµµή, το σχήµα, φτάνουµε στα χρώµατα, τις διαβαθµίσεις, τις αντιθέσεις και αναλύουµε πώς µε αυτά τα στοιχεία µπορεί στη συνέχεια να δηµιουργηθεί µια εικόνα. Μαθαίνουν να ανάγουν µια εικόνα σε σχήµα, µαθαίνουν πώς να συνθέτουν στο χαρτί, στις δύο διαστάσεις, αλλά και σε τρισδιάστατη κατασκευή. Επιπλέον, οι φοιτητές διδάσκονται ελεύθερο σχέδιο, πειραµατικό σχέδιο, ιστορία της Τέχνης, Πολιτιστική θεωρία, σηµειολογία.
*Στα µαθήµατα υποδοµής, εκτός από τα θεωρητικά και το βασικό σχέδιο, είναι η εισαγωγή στο graphic design κι ένα µάθηµα αρχιτεκτονικής. Γιατί δεν µπορεί ένας γραφίστας να µην έχει αίσθηση του χώρου, µε όρους αρχιτεκτονικούς. Αν, π.χ., έχει αναλάβει να φτιάξει τη σήµανση ενός αεροδροµίου, πρέπει όχι µόνο να µπορεί να σχεδιάσει, αλλά να έχει και την αίσθηση και τη γνώση του χώρου.
*Το πρόγραµµά µας είναι πολύωρο, 30 ώρες την εβδοµάδα, όταν οι σχολές έχουν 18 µε 20 ώρες. Σ’ αυτές προσπαθούµε να καλύψουµε και τη θεωρητική κατάρτιση και την πρακτική εξάσκηση. Σ’ εµάς ο πρώτος χρόνος είναι προκαταρκτικός. Τα παιδιά δυσανασχετούν στην αρχή, γιατί βιάζονται να δηµιουργήσουν τα δικά τους πράγµατα. Μόνο όταν προχωρήσουν στις σπουδές τους καταλαβαίνουν τι έχει προηγηθεί, πόσο σηµαντικά είναι τα εισαγωγικά µαθήµατα του πρώτου χρόνου.
* Το εκπαιδευτικό πρόγραµµα είναι έτσι διαρθρωµένο ώστε όλα τα µαθήµατα βρίσκονται σε σχέση το ένα µε το άλλο, το ένα µάθηµα να βοηθάει το άλλο. Δηλαδή, στο 1ο έτος θα κάνεις το χ µάθηµα γιατί στο 2ο θα κάνεις το ψ, που προϋποθέτει τη γνώση του χ. Οι συχνές συναντήσεις των καθηγητών των διαφορετικών κλάδων εξασφαλίζει την καλή λειτουργία του συστήµατος. Εκεί διαπιστώνουµε τι πάει καλά στα µαθήµατα υποδοµής και τι χρειάζεται να συµπληρώσουµε ώστε να είναι έτοιµα τα παιδιά για τον τρίτο χρόνο σπουδών, που είναι βασικά χρόνος εφαρµογών.
*Το επίπεδο γενικής εκπαίδευσης των σπουδαστών αποδεικνύει ότι η δουλειά που γίνεται σε γυµνάσια και λύκεια είναι χαµηλού επιπέδου. Το καταλαβαίνουµε από τον τρόπο που γράφουν, από την ανάλυση κειµένου που ζητάµε για να στηρίξουν και θεωρητικά τη δουλειά τους. Αδυνατούν να εκφραστούν γραπτώς.
*Αλλά και ο προφορικός λόγος τους είναι προβληµατικός. Τα σηµερινά παιδιά δεν ξέρουν να µιλήσουν. Θα πεις ποιοι ξέρουν να µιλήσουν, ξέρουν οι παρουσιαστές των τηλεοπτικών εκποµπών; Κάθοµαι και σηµειώνω το τι ακούµε από το στόµα τους, τι κοτσάνες λένε. Επειδή τελείωσα το Πειραµατικό Σχολείο του Πανεπιστηµίου της Θεσσαλονίκης, όπου µαθαίναµε την ελληνική καλά, έχω ιδιαίτερη ευαισθησία στα γλωσσικά θέµατα. Έπειτα τι είναι αυτό που συµβαίνει µε τα free press και τα περιοδικά life style; Αντιδρώ και στεναχωριέµαι να βλέπω ότι οι µισές λέξεις είναι στα αγγλικά.
*Από την άλλη, τα σηµερινά παιδιά έχουν πολύ καλή πληροφόρηση. Μέσω του διαδικτύου γνωρίζουν ένα σωρό πράγµατα που συµβαίνουν σε όλον τον κόσµο. Προκύπτει, βέβαια, καινούργιο πρόβληµα: τα παιδιά πρέπει να µάθουν να ελέγχουν την εξάρτηση από το να είναι κάποιος όλη τη µέρα µέσα στον υπολογιστή και στα κοινωνικά δίκτυα.
*Οι εφαρµοσµένες τέχνες δεν γίνεται παρά να ακολουθούν την εξέλιξη των πραγµάτων, τις αλλαγές της εποχής και των µέσων παραγωγής. Η γενικότερη πορεία των εικαστικών και οπτικών τεχνών, τα καλλιτεχνικά κινήµατα που επικρατούν κάθε περίοδο σαφώς επηρεάζουν και τις εφαρµογές. Αλλά υπάρχει διαφορά ανάµεσα στο έργο τέχνης και το εφαρµοσµένο. Το ένα γίνεται για να εκφράσει τον δηµιουργό του, το άλλο για να µεταφέρει µηνύµατα κάθε είδους. Άρα το δεύτερο έχει περιορισµούς, µε πλέον βασικό ότι αφορά κυρίως δυσδιάστατα έργα, που αποτυπώνονται σε µια επιφάνεια.
*Νοµίζω ότι οι βασικές αρχές του graphic design, αυτές που πρέσβευε και το Bauhaus, δεν έχουν ξεπεραστεί. Αναφέροµαι κυρίως στην εξής: το µήνυµα θα περάσει µέσα από τη σωστή οργάνωση του χώρου, εν προκειµένω στην επιφάνεια µιας σελίδας. Σήµερα ξαναγυρίσαµε στην τυπογραφία, όχι του στοιχειοθετηρίου, όπου παίρνεις τα στοιχεία, τα βάζεις στη σειρά και τα τυπώνεις, αλλά της αρχιτεκτονικής που εκείνη η διαδικασία επέβαλε να ακολουθήσεις.
*Όσο πιο παλιό το βιβλίο τόσο πιο όµορφο είναι στην κατασκευή του και στην τυπογραφία του. Σήµερα το µάθηµα της τυπογραφίας είναι πια µάθηµα σύνθεσης, πρώτα και κύρια µε τα γράµµατα που θα διαλέξεις για την αφίσα ή για ό,τι άλλο ετοιµάζεις. Άλλοτε τα βασικόά ήταν η εικόνα, η φωτογραφία, η εικονογράφηση. Σήµερα πολλά γραφιστικά έργα έχουν µόνο γράµµατα – είναι µία επιλογή που µου αρέσει πολύ, γιατί είναι η πιο λιτή έκφραση.
*Είχα για δάσκαλο έναν κορυφαίο σχεδιαστή γραµµάτων, τον Φρύντιγκερ (3), αυτόν που σχεδίασε τη γραµµατοσειρά Univers, τα Avenir κ.ά. Μας είχε πάει στο εργαστήριο όπου δούλευαν τον σχεδιασµό των γραµµάτων και είχα εντυπωσιαστεί από τη χρονοβόρα διαδικασία, πόσο καιρό δούλευαν για να ολοκληρώσουν ένα γράµµα. Τα µεγέθυναν, έβαζαν το ένα γράµµα δίπλα στο άλλο, υπολόγιζαν ποια ήταν η σωστή µεταξύ τους απόσταση. Στη χώρα µας αντιθέτως τι γινόταν; Την εποχή που εγώ γύρισα στην Ελλάδα υπήρχαν πολλά στοιχειοχυτήρια, εταιρείες που κατασκεύαζαν γράµµατα, κι είχαν µάλιστα και µεγάλο κατάλογο γραµµατοσειρών, αλλά όλες γίνονταν στο πόδι! Άθλιες! Γιατί δεν µπορεί µια γραµµατοσειρά να σχεδιαστεί από ανθρώπους που δεν έχουν µελετήσει και εργαστεί στον σχεδιασµό γραµµάτων.
*Είχαµε στη Βακαλό έναν εξαιρετικό δάσκαλο τυπογραφίας για πολλά χρόνια, από τους πρωτοπόρους στον σχεδιασµό γραµµάτων, τον Έκτορα Χαραλάµπους, ο οποίος ήταν πολύ καλός και στο µάθηµα της εικονογράφησης. Τα παιδιά επέλεγαν ένα βιβλίο και έφτιαχναν ένα καινούργιο, µε εικόνες και ό,τι άλλο χρειάζονταν – έχουµε εκπληκτικά δείγµατα της δουλειάς τους που κάποια στιγµή σκεφτόµαστε να εκθέσουµε. Ο Έκτορας συνταξιοδοτήθηκε προ διετίας, αλλά το µάθηµα εξακολουθεί να υπάρχει.
*Οι σπουδαστές µε ταλέντο ξεχωρίζουν από τα πρώτα µαθήµατα. Αλλά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις παιδιών που στην αρχή έδιναν την εντύπωση ότι δεν θα προχωρήσουν και από κάποιο σηµείο και µετά µας εξέπληξαν µε την εξέλιξή τους. Επειδή πολλά δεν έχουν καµία καλλιτεχνική παιδεία τελειώνοντας το Λύκειο, µέσα στο ευνοϊκό περιβάλλον της σχολής αποκτούν γνώσεις και ωριµάζουν. Συµβαίνει, όµως, και το εξής: κάποια που έχουν ταλέντο, αν δεν καταλάβουν την αναγκαιότητα να µάθουν κάποια πράγµατα και αρκεστούν στο ταλέντο τους, δεν προχωρούν.
*O Mόραλης θυµάµαι έλεγε σ’ έναν φοιτητή που το έπαιζε επαναστάτης στην σχολή: «Τον επαναστάτη µην τον κάνεις εδώ, εδώ είναι σχολή. Πρώτα µάθε και µετά κάνε ό,τι θέλεις». Αυτό σηµαίνει σχολή, σχολείο, παίρνεις τις βάσεις σε βασικούς τοµείς ενός πεδίου, στη Βακαλό graphic design, digital design, interior design και µετά, αν θέλεις, να κάνεις κάτι διαφορετικό έχεις τη βασική παιδεία για να προχωρήσεις στη σκηνογραφία, στις κατασκευές µε γυαλί, µέταλλο, στο κόσµηµα, στις ταπισερί. Πολλοί φοιτητές µας έχουν ασχοληθεί και ξεχώρισαν σε άλλες εφαρµογές απ’ αυτές που κατά βάση σπούδασαν, ακριβώς γιατί είχαν αποκτήσει σωστή υποδοµή.
*Υπάρχει µια ευκολία όπου ο καθένας παρουσιάζει ως έργο τέχνης ό,τι καταβάσει η κούτρα του. Ε, δεν είναι! Κι αυτό έγινε γιατί από µια εποχή κι ύστερα, όταν µπήκαν στην αγορά της τέχνης οι λεγόµενοι «επιµελητές», οι θεωρητικοί τέχνης µε ή χωρίς ουσιαστικά προσόντα, οι οποίοι λειτουργούν σαν ενδιαµέσοι µε τις αίθουσες τέχνης, τους µεγάλους οργανισµούς που έχουν συλλογές έργων τέχνης, τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, τους συλλέκτες. Νοµίζω ότι η απογοητευτική εικόνα µεγάλου µέρους της σύγχρονης τέχνης οφείλεται στο ότι στον χώρο των εικαστικών τεχνών κάνουν κουµάντο οι curators.
*Σκέφτοµαι κάποια στιγµή να κάνω µια έκδοση για το σύνολο του έργου µου, ζωγραφική και χαρακτικά, αλλά δεν είµαι καλός στην οργάνωση του αρχείου. Ίσως γιατί κάθε φορά που πρέπει να ασχοληθώ µε πράγµατα που ανήκουν στο παρελθόν, που έχουν περάσει, στεναχωριέµαι. Όταν ψάχνω κάτι και βλέπω παλιές φωτογραφίες και κείµενα µε πιάνει θλίψη. Κι έτσι το αρχείο µου είναι άνω κάτω. Κάποια περίοδο ο Γιάννης Παπαϊωάννου, που δίδασκε στη Βακαλό για χρόνια Ιστορία της Τέχνης, προθυµοποιήθηκε να βάλει µία τάξη και, πράγµατι, έκανε µια πρώτη ταξινόµηση στο αρχείο µου ανά χρονιά. Κατά τα λοιπά, η κατάσταση στο εργαστήριό µου είναι φύρδην µίγδην.