Ενα βιβλίο για την Αθήνα
Του Κώστα Καλφόπουλου
Ο δρόμος δεν «είχε μόνο τη δική του ιστορία», έσφυζε από ζωή κι είχε κυρίως ήχους, «χρώματα κι αρώματα» και, προπαντός, ανθρώπους σε διαρκή κίνηση, που εργάζονταν (δούλευαν) ακατάπαυστα: πλανόδιους, περιπλανώμενους, μικροπωλητές, μάστορες και μαγαζάτορες, φάτσες και φυσιογνωμίες. Σε μια Αθήνα, τη μόνη πόλη στην Ευρώπη που έμεινε αλώβητη στα χρόνια του Πολέμου και βγήκε κυριολεκτικά διχασμένη από τα συντρίμμια ενός καταστροφικού Εμφυλίου, η ζωή τη δεκαετία ’50-’60 δεν ήταν εύκολη υπόθεση: ήταν θέμα καθημερινής και αδιάκριτης επιβίωσης.
Έπρεπε κανείς να επιστρατεύσει επινοητικότητα, μαστοριά, επιμονή, ευστροφία, καμιά φορά μικρά τεχνάσματα για να κυνηγήσει το μεροκάματο. Το βιβλίο του Κώστα Θεοχάρη με τα παραδοσιακά επαγγέλματα μάς ταξιδεύει σ’ έναν ονειρικό χωροχρόνο μιας «πόλης μαγικής», που θαρρείς πως βγαίνει από τα σχολικά αναγνωστικά ή από εικόνες πλανόδιων ζωγράφων της Μονμάρτρης.
Ο δρόμος
Χάρις κυρίως στον Μπένγιαμιν κατανοήσαμε τον δρόμο «ως την κατοικία του συλλογικού». Όμως ο δρόμος, ο κάθε δρόμος, στο παλιό εμπορικό κέντρο της Αθήνας, στα στενά της Νάπολης ή της Λισσαβώνας, στα λαϊκά Arrandissement του Παρισιού και στα Bezirke της Βιέννης, παίρνει υπόσταση από την παρουσία, τις δραστηριότητες και την αέναη κίνηση των ανθρώπων. Στις λεωφόρους και τους δρόμους της πόλης, όπως «ξαναζήσαμε» στην εξαιρετική έκθεση του Νίκου Βατόπουλου την «Αθήνα του ’60», κάθε επάγγελμα είχε την πρωταρχική του αξία και υπόληψη, και τη θέση του στην τοπογραφία της γειτονιάς, κι αυτή ακριβώς την τοπογραφία, ο Κώστας Θεοχάρης τη μετατρέπει, μαγικώ και παιδικώ τω τρόπω, σε χρωματογραφία και προσωπογραφία.
Οι δρόμοι γίνονται μια απέραντη βιτρίνα της χειρωνακτικής εργασίας, καθώς μεταβάλλονται σ’ ένα άτυπο, αλλά δομημένο δίκτυο επικοινωνίας και συναλλαγής, όπου τα όρια της ανταλλακτικής και χρηστικής αξίας διαχέονται, και οι κοινωνικές, καθημερινές σχέσεις κυριαρχούν συχνά του εμπορεύματος ή της υπηρεσίας. Ο δρόμος σφύζει από ζωή, γιατί ακριβώς η χρήση δεν έχει συναντήσει την κατανάλωση, οι συναλλαγές είναι αδιαμεσολάβητες και το κάθε επάγγελμα θέλει τη μαστοριά του, καθώς η (ταπεινή) τέχνη χρειάζεται και το τέχνασμά της, κυρίως στον τρόπο που θα «διαλαλήσει» (διαφημίσει) κανείς το εμπόρευμά του, ο καστανάς, ο εφημεριδοπώλης, ο παγωτατζής. Σήμερα, τελευταίος εκπρόσωπός τους που έχει απομείνει είναι ο λαχειοπώλης με το κλασικό «Σήμερα κληρώνει» και ενίοτε ο σαλεπιτζής.
Τα επαγγέλματα και οι φυσιογνωμίες
Όλα τα πλανόδια ή υπαίθρια επαγγέλματα σχετίζονται άμεσα με τον δρόμο της πόλης: των Αθηνών (ο πλανόδιος φωτογράφος στα Προπύλαια ή στην Κλαυθμώνος, μέχρι τη δεκαετία του ’80), του Παρισιού (οι πλανόδιοι ζωγράφοι της Μονμάρτρης), της Βιέννης (θυμηθείτε τον θλιμμένο και απόκοσμο μπαλονά, τη σκιά του κυρίως, στον «τρίτο άνθρωπο»). Υπάρχει, όμως, κατά έναν σχεδόν ανεξήγητο τρόπο μία μυστική σχέση ανάμεσα στο πρόσωπο και το επάγγελμα, που αποτυπώνεται εξαιρετικά στις εικόνες του Κ. Θεοχάρη, ο οποίος, ακόμα και όταν εξιδανικεύει τον ιδεότυπο του επαγγελματία, καταφέρνει να διατηρεί τα βασικά του χαρακτηριστικά με μια λεπτομέρεια, λίγο comic, λίγο cartoon: ο λεπταίσθητος και κομψός ζωγράφος, με τη σοφιστικέ πίπα του, ο καραγκιοζοπαίκτης που θυμίζει Σπαθάρη, ο λαχειοπώλης με το ναυτικό κασκέτο, ο φωτογράφος με τη λευκή ποδιά, ο λατερνατζής με το ριγέ παντελόνι μετά κομπολοΐου, παρακαλώ(!), η ταπεινή λουλουδού κ.ά. Ο Κ. Θεοχάρης, παιδί αυτή της πόλης, που «του άρεσε να παρακολουθεί τους ανθρώπους και να ακούει τις ιστορίες τους», ανασύρει από τις παιδικές μνήμες, τις δικές του, αλλά και τις δικές μας, τα καλύτερα στιγμιότυπα, ντύνοντάς τα με τα χρώματα της νοσταλγίας, χωρίς να γίνεται ρετρό, κι όμως είναι σαν όλοι αυτοί οι χαρακτηριστικοί τύποι να βγαίνουν από παλιά αθηναϊκή επιθεώρηση.
Η τεχνοτροπία
Ο Κώστας Θεοχάρης κερδίζει αμέσως την περιέργεια του αναγνώστη στο πρώτο κιόλας βλέμμα που πέφτει στο βιβλίο, χάρις και στην εξαιρετική δουλειά του Π. Κωνσταντόπουλου, που σχεδίασε την έκδοση. Ενσωματώνει δημιουργικά τη σχολική παράδοση, με τη σημαντική εκπαιδευτική υπεραξία της, όπως τη γνωρίσαμε από τα παλιά αναγνωστικά με τα «πελασγικά» τυπογραφικά και τις έγχρωμες εικόνες σημαντικών ζωγράφων και χαρακτών (Κ. Γραμματόπουλος, Γ. Μανουσάκης κ.ά.), δεν την αφομοιώνει όμως ούτε την υπεξαιρεί. Αντίθετα τής προσδίδει, χάρις στην τεχνοτροπία του, στα παλ χρώματα, τις αδρές γραμμές και τις πινελιές, έναν τόνο ευρωπαϊκό, που επίσης βγαίνει από τα παιδικά βιβλία της Εσπερίας, συνδυάζοντας, στις φυσιογνωμίες κυρίως, το παλιό με το μοντέρνο, προσθέτοντας παιγνιδιάρικα ένα «καρτουνίστικο» χαρακτηριστικό στα πρόσωπα και τα αντικείμενα. Τα στιχάκια του, απλά κι ανόθευτα, δένουν αρμονικά με τις εικόνες, θαρρείς πως είναι βγαλμένα από παιδικά τετράδια και σχολικά αναγνώσματα, εμφυσώντας μέσα από τους στίχους ζωή στις φιγούρες. Λόγια και εικόνες που παραπέμπουν σε παλιές ταινίες και ανακαλούν συνειρμικά βιώματα: ανεξίτηλα, γι’ αυτό πολύτιμα.