Σκοποί και προϋποθέσεις μιας παιδείας του design
Ενδιαφέρουσες σκέψεις γύρω από το έργο στη Σχολή Βακαλό προκύπτουν όχι μόνο σε επίσημες συσκέψεις, αλλά και πιο χαλαρά, σε συζητήσεις που γίνονται ελεύθερα και απρογραμμάτιστα. Μια τέτοια κουβέντα έγινε πριν λίγο καιρό ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Γουναρίδη σύμβουλο διεύθυνσης του Κολλεγίου Βακαλό Art & Design και τον Γιώργο Βλάχο, υπεύθυνο του θεωρητικού τομέα, με αφορμή την τελευταία ανανέωση του προγράμματος του Κολλεγίου. Η συζήτηση αυτή σύντομα πέρασε σε ένα γενικότερο ζήτημα, στην πολιτισμική σημασία του design και στον ρόλο που καλείται να παίξει η εκπαίδευση. Αυτή η συζήτηση λοιπόν, παρουσιάζεται ειδικά για το «gr design».
Υπάρχει κάτι που είναι τόσο προφανές ώστε συχνά δεν το συνειδητοποιούμε: ο άνθρωπος δίνει απτή, υλική μορφή στη διάνοιά του μέσα από τα αντικείμενα που δημιουργεί, τους χώρους που κατασκευάζει και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να επικοινωνήσει. Με άλλα λόγια, ο πολιτισμός υλοποιείται μέσα από εκείνες τις δραστηριότητες που εδώ και δύο αιώνες περίπου κατατάσσουμε στην περιοχή των εφαρμοσμένων τεχνών. Το design σε όλες τις εκδοχές του εμπλέκεται καθοριστικά σε πολλές σημαντικές λειτουργίες της κοινωνίας (οικονομία, πολιτική, ενημέρωση, κουλτούρα και τέχνη), αποτελεί δε κοινή παραδοχή ότι έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη τόσο του μοντέρνου πολιτισμού, όσο και της «μεταμοντέρνας συνθήκης» των τελευταίων δεκαετιών. Στις αναπτυγμένες χώρες αυτή η διαπίστωση έχει οδηγήσει στην αναβάθμισή του ως δημιουργικού τομέα, αλλά και εκπαιδευτικού αντικειμένου, που φτάνει σήμερα στο επίπεδο της διδακτορικής σπουδής.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, ο ρόλος και η σημασία του βρίσκονται ακόμη υπό συζήτηση· μια συζήτηση μάλιστα στην οποία κυριαρχούν σοβαρές παρανοήσεις, με πιο χαρακτηριστική την πρόσληψη του design άλλοτε ως «διακοσμητικής πολυτέλειας», άλλοτε ως «ύποπτου εργαλείου» του μάρκετινγκ, και άλλοτε ως τομέα αποκλειστικά «τεχνικού». Η εξέταση των αιτιών αυτής της κατάστασης δεν είναι του παρόντος, θα μπορούσαμε όμως να τις συνοψίσουμε στη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική υστέρηση της νεώτερης Ελλάδας, στην έλλειψη σχετικής παιδείας, στην απουσία θεσμικών φορέων, κι ίσως ακόμη στην επί μακρόν απαξίωση των εφαρμοσμένων τεχνών από την πλευρά ενός σημαντικού μέρους της ελληνικής διανόησης. Όπως και να έχει, η βασική διαπίστωση είναι η εξής: ο μέσος Έλληνας υπερκαταναλώνει επιφανειακά τα τελικά αποτελέσματα του design (ΜΜΕ, προϊόντα, χώρους, lifestyle κ.ο.κ.), όμως στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει τίποτε για το ίδιο το design. Εδώ, λοιπόν, ο ρόλος της παιδείας αποδεικνύεται καθοριστικός, και αφορά τρία διαφορετικά επίπεδα.
Πρώτα απ’ όλα, η γνώση και η προαγωγή του design έχει κατά κύριο λόγο σχέση με την εκπαίδευση όσων ασχολούνται με αυτό. Στον τομέα αυτό, η καλλιτεχνική σπουδή και η τεχνική κατάρτιση, που θεωρούνται αυτονόητα στοιχεία, δεν είναι τα μόνα απαραίτητα. Δεδομένης της επικαιρότητας που (πρέπει να) χαρακτηρίζει το design, και της στενής σχέσης του με κρίσιμες πλευρές της κοινωνίας και του πολιτισμού, η παρεχόμενη εκπαίδευση οφείλει να εξασφαλίζει επιπλέον σφαιρική μόρφωση και θεωρητικές γνώσεις γύρω από την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική, την κουλτούρα και την ιστορία. Απαραίτητη είναι επίσης η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης: αυτής της ιδιαίτερης ικανότητας που αφενός θα επιτρέψει στον designer να συνδυάσει γνώσεις, αισθητικές επιλογές και τεχνικές ώστε να παράγει ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό έργο, αφετέρου θα αποτελέσει τη βάση για τον αυτοστοχασμό του design γενικότερα, όσον αφορά τον κοινωνικό του ρόλο, το ήθος και την ηθική του, δηλαδή τις ουσιώδεις προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί οποιοσδήποτε φορέας πολιτισμικών αξιών.
Στην πράξη, μια σχολή design βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σοβαρό πρόβλημα. Από τη μία πρέπει να προσφέρει εκείνο το προστατευμένο ακαδημαϊκό περιβάλλον στο οποίο θα αναπτυχθούν ελεύθερα η γνώση, η κριτική και το δημιουργικό ταλέντο, από την άλλη δεν είναι δυνατό να αφήσει τους σπουδαστές απροετοίμαστους για τις συνθήκες που επικρατούν στον επαγγελματικό χώρο. Από την επίτευξη αυτού του διπλού –και γι’ αυτό δύσκολου– στόχου εξαρτάται, εκτός από την ατομική επιτυχία του μελλοντικού επαγγελματία, και η προαγωγή του design συνολικά. Κι αυτός ο στόχος, αν κρίνω από τη δική μας εμπειρία στη Βακαλό εδώ και 55 χρόνια, δεν πετυχαίνεται χωρίς κόπο και κόστος.
Το δεύτερο επίπεδο στο οποίο θα κριθεί η ανάπτυξη του design στη χώρα μας έχει σχέση με την «εκπαίδευση» του κοινού. Τι νόημα έχει να συζητάμε για μορφωμένους και ταλαντούχους σχεδιαστές, όταν οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνεται το έργο τους στην πραγματικότητα αγνοούν τι είναι το design και με ποια κριτήρια θα το κρίνουν; Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Βακαλό έχει αναπτύξει εδώ και καιρό μια στρατηγική ευρύτερης ενημέρωσης γύρω από το design (αντικείμενο, ρόλος, μορφές, αρχές κ.ά.), στρατηγική που υλοποιεί με εκθέσεις, συνεδριακές και σεμιναριακές διοργανώσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις, κ.ά.
Σε ένα τρίτο επίπεδο, η προαγωγή των εφαρμοσμένων τεχνών εξαρτάται άμεσα και από την ανάπτυξη μιας ευρύτερης σχετικής «παιδείας». Εκτός λοιπόν από τη διεύρυνση της παροχής προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών υψηλού επιπέδου από έγκυρα δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα, είναι αναγκαία η ανάπτυξη σοβαρών θεσμικών φορέων (κρατικών, επαγγελματικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών), η αύξηση και ποιοτική αναβάθμιση των εκθεσιακών και διαγωνιστικών εκδηλώσεων, η προώθηση της πρακτικής και θεωρητικής έρευνας του design, καθώς και η ανάπτυξη μιας σοβαρής κριτικής του design, αντίστοιχης με εκείνη της τέχνης, του θεάτρου ή του κινηματογράφου, τόσο σε ακαδημαϊκό επίπεδο όσο και στο πλαίσιο της ευρύτερης ενημέρωσης του κοινού.
Η λύση του προβλήματος δεν είναι καθόλου εύκολη – προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, όραμα, συλλογικές προσπάθειες, υγιή ανταγωνισμό, σύγκρουση με στερεότυπα και εγγενείς δυσλειτουργίες και πολλή δουλειά. Αν πετύχουμε όμως, θα έχουμε συμβάλει σε κάτι σημαντικό: στον ποιοτικό εκσυγχρονισμό ενός κρίσιμου τομέα της κοινωνίας μας, στην αναβάθμιση μιας σημαντικής πλευράς του πολιτισμού μας.